ναῦλος — passage money masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλος — Μια από τις κύριες περιοχές της σύμβασης ναύλωσης, ναυτικής ή εναέριας, είναι το τίμημα που οφείλει να πληρώσει το πρόσωπο (ναυλωτής) προς το συμφέρον και για λογαριασμό του οποίου ο πλοιοκτήτης (εκναυλωτής) διαθέτει είτε κατά τη διάρκεια μιας… … Dictionary of Greek
ημίναυλον — ἡμίναυλον, το (Α) πάπ. μισός ναύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ναύλος] … Dictionary of Greek
ναύλλον — ναῡλλον, τὸ, καὶ ναῡλλος, ὁ (Α) ναύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ναῦλον / ναῦλος με διπλασιασμό τού λ για μετρικούς λόγους (πρβλ. θάλλασσα, ισχυρροί)] … Dictionary of Greek
τσιφ — και σιφ, το, Ν άκλ. όρος τού διεθνούς εμπορίου ο οποίος δηλώνει ότι στην τιμή τών εμπορευμάτων που πωλήθηκαν και μεταφέρονται με πλοίο περιλαμβάνεται η αξία τους, η ασφάλεια και ο ναύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cif < C.I.F., αρκτικόλεξο από τις λ … Dictionary of Greek
ναῦλον — neut nom/voc/acc sg ναῦλος passage money masc acc sg ναῦλος passage money neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλοις — ναῦλον neut dat pl ναύ̱λοις , ναῦλος passage money masc dat pl ναύ̱λοις , ναῦλος passage money neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλου — ναῦλον neut gen sg ναύ̱λου , ναῦλος passage money masc gen sg ναύ̱λου , ναῦλος passage money neut gen sg ναυλόω let one s ship for hire pres imperat act 2nd sg ναυλόω let one s ship for hire imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλων — ναῦλον neut gen pl ναύ̱λων , ναῦλος passage money masc gen pl ναύ̱λων , ναῦλος passage money neut gen pl ναυλόω let one s ship for hire imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ναυλόω let one s ship for hire imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλῳ — ναῦλον neut dat sg ναύ̱λῳ , ναῦλος passage money masc dat sg ναύ̱λῳ , ναῦλος passage money neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)